περιέζωσε

περιέζωσε
περϊέζωσε , περιζώννυμαι
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιζώνω — περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ 1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα 2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία») μσν. αρχ. 1. μέσ. περιζώννυμαι ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.) 2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”